Κρήτη κατά την αρχαία εποχή δεν απειλήθηκε από εξωτερικούς εχθρούς. Οι πρώτοι εξωτερικοί εχθροί που γνώρισε το νησί ήταν οι Ρωμαίοι. Επομένως, ως τότε, η οχύρωση των πόλεων δεν αφορούσε εξωτερικούς, αλλά εσωτερικούς εχθρούς. Μετά το τέλος της Ρωμαιοκρατίας (67πΧ- 330μΧ) τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η Κρήτη εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, που μετεξελίχθηκε στην Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κι αποτέλεσε θέμα, δηλαδή Επαρχία της. Παράλληλα, γύρω από τη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν κι άλλοι πολιτισμοί.
Έτσι, η Κρήτη, λόγω της φυσικής και γεωπολιτικής θέσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και έγινε «μήλο της έριδος» για τους λαούς της Μεσογείου. Οι λαοί αυτοί λοιπόν, άρχισαν να την εποφθαλμιούν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Κατά την Α’ Βυζαντινή Περίοδο (330-824) τα πράγματα δεν έχουν ακόμη ξεδιαλύνει. Οι κίνδυνοι δεν φαίνονται ακόμη καθαρά. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω άλλων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, το νησί βρισκόταν στο περιθώριο του βυζαντινού ενδιαφέροντος. Οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να πυκνώνουν και τα παραθαλάσσια μοναστήρια του νησιού οχυρώθηκαν για να προστατευτούν.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν άργησε να ξεσπάσει η πρώτη θύελλα στο νησί. Πρώτοι οι Σαρακηνοί πειρατές βρήκαν την Κρήτη σχεδόν ανοχύρωτη και την κατέλαβαν εύκολα. Εγκαταστάθηκαν για 140 χρόνια, ως το 961μΧ, οχυρώνοντας τη σημαντικότερη πόλη της, δηλ. το σημερινό Ηράκλειο. Μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς κατάφερε να απελευθερώσει το νησί από τους πειρατές. Στη συνέχεια κατασκευάστηκαν νέα τείχη από τους Βυζαντινούς, τα οποία κατάφεραν να κρατήσουν τους εισβολείς μακρυά για λίγους αιώνες.
Το 1206, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Γενουατών, οι οποίοι αμέσως έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση του νησιού. Μέσα σε λίγα χρόνια οχύρωσαν 3 κάστρα και 12 φρούρια, αλλά οι Ενετοί πρόλαβαν να καταλάβουν το νησί το 1209. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη κράτησε 4.5 αιώνες και βασίστηκε κυρίως στα κολοσιαία οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν σπουδαίοι Μηχανικοί, με σπουδαιότερο το Μεγάλο Κάστρο του Χάνδακα (Ηράκλειο). Όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το Χάνδακα το 1669, μετά από 22 χρόνια (!), ισχυροποίησαν την παρουσία τους βελτιώνοντας τα Ενετικά Τείχη και κατασκευάζοντας πολλά μικρά φρούρια σε όλη την Κρητική Επικράτεια, τους Κουλέδες. Οι Τούρκοι συντηρούσαν τις οχυρώσεις τους ως το τέλος της παρουσίας τους στο νησί.
Ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια ιδέα για το πως ήταν οχυρωμένες οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης, καθώς τα τείχη τους διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα εντυπωσιακά κάστρα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και τα απόρθητα φρούρια στα νησιά της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκα, είναι μόνο μερικά δείγματα.
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλία πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας αρτέμιδας, τα οποία δεν σώζονται.
Η Φορτέτσα είναι ένα προάστιο του Ηρακλείου, κτισμένο σε έναν ψηλό λόφο κοντά στο Βενιζέλειο νοσοκομείο Ηρακλείου. Ο λόφος αυτός ήταν ιδανικός για την ίδρυση ενός φρουρίου, όπως μαρτυρεί και το όνομα της.
Στο χωριό Κρυά Σητείας, 25 χλμ μακρυά από τη πόλη της Σητείας, πάνω στο λόφο με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, υπάρχουν τα ερείπια ενός ενετικού φρουρίου που ονομαζόταν MonteForte ή Απάνω Καστέλλι.
Απέναντι από το Καστέλι, στην άλλη μεριά του λιμανιού, δεσπόζει ακόμη το φρούριο Φιρκάς, κτισμένο σε χαμηλό ύψωμα, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Η ονομασία Φιρκάς είναι τούρκικη και σημαίνει μεραρχία, καθώς το φρούριο ήταν η έδρα της Τούρκικης Μεραρχίας.
Το Castello del Corner ή φρούριο της Παλιόχωρας βρίσκεται στον λόφο Κάστελος νότια από το Καταλαγάρι σε μια περιοχή κατάφυτη από ελιές και αμπέλια. Σύμφωνα με την παράδοση, το έκτισε ο Νικηφόρος Φωκάς μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες το 961 μΧ.
Το φρούριο Bonifacio ή Επάνω Καστέλι βρισκόταν δυτικά από το σημερινό χωριό Τσιφούτ Καστέλι, 44 χλμ νότια του Ηρακλείου, πάνω σε ύψωμα που σήμερα ονομάζεται Επάνω Καστέλλι ή Ψηλό Αλώνι. Το φρούριο αναφέρεται από το 1212 και κτίστηκε από τον Πεσκατόρε.
Το φρούριο di Beto βρισκόταν στο λόφο Κάστελος ανατολικά από το χωριό Μελέσες κι ήταν προσβάσιμο μόνο από την δυτική του πλευρά. Στη κορυφή του υπάρχουν σήμερα τα ερείπια του τείχους με πάχος 0.65μ., ενός πύργου, της δεξαμενής, της εκκλησίας της Παναγιάς, διαφόρων άλλων κτιρίων και σπιτιών. Επίσης, κοντά βρίσκεται μια ενετική κρήνη με χρονολογία 1594.
Το φρούριο Belvedere ή Κάστελλος βρισκόταν πάνω στο απομονωμένο ύψωμα Κάστελλος που είχε πρόσβαση μόνο από την νοτιοανατολική πλευρά του, κοντά στα χωριά Άνω και Κάτω Καστελλιανά. Εδώ ήταν η αρχαία πόλη Πριανσός, μια ισχυρή και μεγάλη πολιτεία με δικό της νόμισμα και με επίνειο την Ίνατο (Τσούτσουρα).